- παραπρώκτιος
- -οβλ. παραπρωκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπρωκτικός — ή, ό και παραπρώκτιος, ο 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον πρωκτό 2. ανατ. το ουδ. ως ουσ. το παραπρώκτιο ιστός που περιβάλλει το απευθυσμένο, το τελευταίο τμήμα τού παχέος εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πρωκτικός. Η λ. ως επιστημον. όρος… … Dictionary of Greek